- ἐκμελείᾳ
- ἐκμελείᾱͅ , ἐκμέλειαfalse notefem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκμέλεια — ἐκμέλεια, η (Α) 1. παραφωνία, κακοφωνία 2. αρρυθμία, δυσαρμονία 3. αδιαφορία, αμέλεια … Dictionary of Greek
ἐκμέλεια — false note fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκμελείας — ἐκμελείᾱς , ἐκμέλεια false note fem acc pl ἐκμελείᾱς , ἐκμέλεια false note fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκμελείαις — ἐκμέλεια false note fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκμέλειαν — ἐκμέλεια false note fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)